- ημίονος
- Βλ. λ.μουλάρι.
* * *ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος)αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάριαρχ.1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» — βασιλιάς κατά το ήμισυ Μήδος και κατά το ήμισυ Πέρσης, Ηρόδ.)2. ως επίθ. ἡμίονος, -οναυτός που έχει ημιονική φύση, που είναι μουλάρι («βρέφος ἡμίονον» — πουλάρι ημιόνου, μουλαράκι, Ομ. Ιλ.)3. φρ. α) «ἐφ' ἡμιόνων» — πάνω σε άμαξα που σύρεται από ημιόνουςβ) «εἰς ἡμιόνους ποιεῑν» — το να γράφει κάποιος ποίημα για ζεύγος ημιόνωνγ) «ἡμίονος ἀγροτέρα» — είδος ονάγρου, ίσως η Συρία ημίονοςδ) «ἡμίονος αὐλός» — αυλός με τις μισές οπές, αυλός με τρεις τρύπες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + όνος].
Dictionary of Greek. 2013.